- προσκατανόησις
- -ήσεως, ἡ, Α [προσκατανοῶ]1. επί πλέον κατανόηση2. επί πλέον αίσθηση3. επί πλέον παρατήρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκατανοήσεως — προσκατανοήσεω̆ς , προσκατανόησις perceiving besides fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)